Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Η μαγική συνταγή της τούρτας - μπισκότο

Ο Γιώργος, δυο μέρες μετά από το πρωινό εκείνο που η Ηλέκτρα του ανακοίνωσε με σοβαρό ύφος ενήλικα ότι η σχέση τους δε μπορούσε να συνεχιστεί άλλο, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι του με το κεφάλι βαρύ από τα βασανιστικά όνειρα της απουσίας. Αισθανόταν μια περίεργη πίεση στο στήθος, την οποία και απέδωσε στον παλαιστή σούμο που το βράδυ είχε κατσικωθεί ξάπλα επάνω του και δεν τον άφηνε να πάρει αέρα, μέχρι που ξύπνησε με κραυγές.
Κάθισε σε μια καρέκλα αποκαμωμένος, άναψε ένα τσιγάρο και το απόλαυσε κοιτάζοντας το υπερπέραν, χωρίς να σκέφτεται κάτι συγκεκριμένο Είχε ακούσει κάποτε από έναν κολλητό του για ένα καλό μαγαζί με γλυκά στην άλλη πλευρά της πόλης και καθότι φετιχιστής ήθελε πάντα να συνοδεύει τη πρόταση ανακωχής του με κατιτίς απτό. Σηκώθηκε, έβαλε με αργές κινήσεις το αγαπημένο της μακό και τράβηξε κατά ΄κει.
Η βαριά διπλοαμπαρωμένη πόρτα του καταστήματος με την λεζάντα από κίτρινο νέον "ζαχαροπλαστείο των θαυμάτων" άνοιξε διάπλατα στο άκουσμα των μαγικών λέξεων, κάτι σαν...
Βοήθησε την ζάχαρη
και σοκολάτα μαύρη
το δρόμο πίσω να διαβεί
και τη καρδιά μου να ΄βρει...
Η κυρούλα που καθόταν πίσω απ΄τον πάγκο με τα πολύχρωμα χειροτεχνήματα χαμογέλασε. Ήταν σαν να τον περίμενε και όταν είδε το απελπισμένο του βλέμμα, έγνεψε συγκαταβατικά Ο Γιώργος πήγε να πει κάτι, αλλά αυτή ήδη είχε χαθεί στο πίσω μέρος του μαγαζιού, μέσα στο παρασκευαστήριο
Σε λίγο βγήκε με μια λαχταριστή τούρτα - μπισκότο. "Πάρ΄τη γιε μου", του είπε "δωσ΄τη εκεί που ποθείς και μη πεις κουβέντα". Βγήκε από το ζαχαροπλαστείο με μια ζεστή αύρα να τον περιβάλλει και τράβηξε κατά το σπίτι της Ηλέκτρας.
Σε λίγο στεκόταν χαμογελαστός μπροστά της, προτείνοντας το γλύκισμα. Η Ηλέκτρα έβαλε τη τούρτα στο ψυγείο και κάθισαν στο σαλονάκι. Λόγια πολλά δεν ειπώθηκαν, ο καθένας κράτησε το μετερίζι του και στο τέλος χώρισαν με μια αγκαλιά - αντίο και με το Γιώργο να φεύγει δήθεν αξιοπρεπής και περήφανος μέσα σ' αυτό το περίεργο κλίμα εκεχειρίας του στυλ "δε φταίει κανείς", το άψογο άλλοθι για κάθε "πολιτισμένο χωρισμό".
Πέρασαν χρόνια από τότε, με τις πρώτες μέρες μετά το περιστατικό γεμάτες προσμονή (την έφαγε άραγε τη τούρτα;), ύστερα εκνευρισμό, ύστερα απογοήτευση και μετά τίποτα και δως του να σκέφτεται τη γιαγιά στο ζαχαροπλαστείο που του είχε πει ψέμματα.
Κάποιο απόγευμα του καλοκαιριού, που καθόταν στην πολυθρόνα του, τρίβοντας τα πονεμένα από αρθριτικά γόνατά του, χτύπησε το κουδούνι.
Σηκώθηκε αργά, στηρίχτηκε από τοίχο σε τοίχο και άνοιξε τη πόρτα. Τα υγρά της μάτια καθρέφτιζαν ακόμα την ομορφιά της πλάσης, το πρόσωπο καθαρό, απαλλαγμένο από πάθη, γαληνεμένο απ΄τη σοφία που άφησε ο χρόνος.
"Ξέρεις τη τούρτα - μπισκότο που μου έκανες δώρο νόμισα στην αρχή ότι την εξαφάνισα σε δυο βράδια...Στη πραγματικότητα πάντα ανακάλυπτα στο ψυγείο μου ένα καινούριο κομμάτι να απολαύσω, κάθε φορά που δραπέτευα από τους φαύλους κύκλους των προβλημάτων μου, όσες φορές ξεπέρασα τα εσκαμμένα, κάθε φορά που λησμονούσα να θαυμάσω την ευρωστία του κορμιού μου στο καθρέφτη, κάθε φορά που αμελούσα να χτενίσω τα μαλλιά μου, κάθε φορά που νόμιζα ότι καταλαβαίνω τον άλλο καλύτερα από μένα, κάθε φορά που ερωτευόμουν ερήμην...Και ήταν κάθε καινούρια φορά ακόμα πιο φρέσκια και νόστιμη και άφηνε τη γεύση να ζωγραφίζει στο μυαλό μου την εικόνα σου, άφθαρτη στο πέρασμα των χρόνων. Σε ευχαριστώ για τη συντροφιά!"

...την έπιασε από το χέρι και πήγαν μια βόλτα στο άπειρο...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.